Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθρίζω — ἐνθρίζω (Α) 1. «ἐνατενίζειν, νύσσειν» (Ησύχ.) 2. «ἐνέθριξε προσωρμίσθη» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
μυρμέαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσειν» … Dictionary of Greek